κατακρατούμαι

κατακρατούμαι
κατακρατούμαι, κατακρατήθηκα, κατακρατημένος βλ. πίν. 74
——————
Σημειώσεις:
κατακρατώ, κατακρατούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) και αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό : κατακρατιόμουν.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατακρατώ — κατακρατώ, κατακράτησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: κατακρατώ, κατακρατούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) και αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό : κατακρατιόμουν …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”